Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Πώς επιλέγει μία σχολή διοίκησης επιχειρήσεων τους φοιτητές του προγράμματος MBA;

Επισκεφθήκαμε τη Σχολή Ρότμαν του Πανεπιστημίου του Τορόντο στον Καναδά, γίναμε μάρτυρες της διαδικασίας επιλογής των φοιτητών για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στη διοίκηση επιχειρήσεων, και σας μεταφέρουμε την εμπειρία μας.



Βρισκόμαστε στον έκτο όροφο της Σχολής Διοίκησης Ρότμαν στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Μέσα σε μία αίθουσα συνεδριάσεων με γυάλινους τοίχους, η Νίκι ντα Σίλβα κάθεται στην κεφαλή ενός μεγάλου, ορθογώνιου τραπεζιού. Ως διευθύντρια εγγραφών του μεταπτυχιακού προγράμματος στη διοίκηση επιχειρήσεων (MBA), η ντα Σίλβα είναι η κλειδοκράτορας της σχολής, η «φρουρός» που επιλέγει ποιοι υποψήφιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί και ποιοι πρέπει να απορριφθούν.
Δίπλα της κάθονται άλλοι έξι υπεύθυνοι εγγραφών, και ο καθένας έχει μπροστά του ανοιγμένο έναν κόκκινο φάκελο. Κάθε φάκελος περιέχει την πλήρη αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα ενός υποψήφιου που θέλει να βρεθεί σε μία από τις 330-350 θέσεις του προγράμματος MBA για την επόμενη χρονιά.
Και το ίδιο συμβαίνει σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο: οι επιτροπές εγγραφών συνέρχονται για να λάβουν μία απόφαση που συχνά αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη, ή και επώδυνη.
Από την αίτηση στην επιλογή
Οι πιθανότητες εξασφάλισης μιας θέσης στα προγράμματα MBA της ελίτ των πανεπιστημίων είναι ελάχιστες. Στη Μεταπτυχιακή Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, της πιο απαιτητικής εμπορικής σχολής στις ΗΠΑ, 94 στους 100 υποψήφιους θα απορριφθούν. Η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ θα απορρίψει μόλις …90 στους 100. Αν και η αναλογία εγγραφών είναι σαφώς υψηλότερη στη Σχολή Ρότμαν, τουλάχιστον οι μισοί από τους 1.200 υποψήφιους που αναμένεται να υποβάλλουν αίτηση φέτος θα λάβουν αρνητική απάντηση.
Σήμερα, η επιτροπή της ντα Σίλβα καλείται να κρίνει εφτά υποψήφιους απ’ όλο τον κόσμο: δύο μηχανικούς λογισμικού που απασχολούνται σε μία μεγάλη ινδική εταιρεία, έναν Βρετανό asset trader που απολύθηκε από την εταιρεία του όταν αυτή εξαγοράστηκε, μία φιλόδοξη Κινέζα που απασχολείται σε μία εταιρεία επενδυτικής τραπεζικής, μία Ρωσίδα με επιχειρηματικές φιλοδοξίες που ζει στη Νέα Υόρκη, και δύο Καναδέζες που εργάζονται στο χώρο της επικοινωνίας και της συμβουλευτικής
Το σκορ τους στο GMAT κυμαίνεται από 620 έως 780. Η ηλικία τους από 24 έως 30 χρονών. Και το πρώτο τους πτυχίο το έχουν λάβει σε διαφορετικά πανεπιστήμια, από το LSE μέχρι το Πανεπιστήμιο του Όκλαντ στη Νέα Ζηλανδία. Έξι από τους εφτά υποψήφιους θα λάβουν καλά νέα, ενώ οι αιτήσεις τριών από τους επιτυχόντες θα προωθηθούν στην επιτροπή υποτροφιών. Κάποιος απ’ αυτούς μπορεί να είναι ανάμεσα στους τυχερούς που θα λάβουν ένα απειροελάχιστο κομμάτι από τη συνολική πίτα των υποτροφιών ύψους 2,4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η τέχνη της επιλογής υποψηφίων
Σύμφωνα με τη ντα Σίλβα, η επιλογή των υποψηφίων είναι περισσότερο τέχνη παρά επιστήμη. Οι αποφάσεις βασίζονται σε ένα μείγμα ενστίκτου, κρίσης, και ερμηνείας των αριθμών. Η επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τους βαθμούς του υποψηφίου στο πρώτο πτυχίο, το σκορ στο GMAT ή στο GRE, την επαγγελματική εμπειρία, και τις συστατικές επιστολές. Παράλληλα, οι υποψήφιοι κρίνονται και βάσει δύο σύντομων αναστοχαστικών δοκιμίων που υποβάλλονται μαζί με τα υπόλοιπα δικαιολογητικά
Κάθε μέλος της επιτροπή θα ξοδέψει από 15 έως 30 λεπτά μελετώντας κάθε αίτηση προτού αποφασίσει αν θα προσκαλέσει τον υποψήφιο σε συνέντευξη κατ’ ιδίαν ή μέσω τηλεφώνου ή Skype. Πέρυσι, 70% των υποψηφίων κλήθηκε για συνέντευξη. Μετά το τέλος της συνέντευξης, κάθε υποψήφιος λαμβάνει από τον υπεύθυνο ένα βαθμό (με ανώτατο όριο το 50) που συνοδεύεται από μία σύσταση: αποδοχή, απόρριψη, ή τοποθέτηση σε λίστα αναμονής. Στη συνέχεια, η αίτηση προωθείται στην ολομέλεια της επιτροπής εγγραφών που θα πει την τελευταία λέξη. Ο υποψήφιος θα ενημερωθεί με email για την τελική απόφαση.

Και όποια κι αν είναι αυτή, θετική η αρνητική, η ζωή συνεχίζεται!
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο fortunegreece.com και αναδημοσιεύτηκε στο aode.gr